- πακτωνοποιός
- πακτ-ωνοποιός, ὁ, = foreg., PLond.4.1419, etc. (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πακτωνοποιός — πακτωνοποιός, ὁ (Α) πακτωνίτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων, ωνος «λέμβος» + ποιός*] … Dictionary of Greek